εἰσβατός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eisvatos
|Transliteration C=eisvatos
|Beta Code=ei)sbato/s
|Beta Code=ei)sbato/s
|Definition=ή, όν, [[accessible]], τῇτόλμῃ <span class="bibl">Th.2.41</span>.
|Definition=εἰσβατή, εἰσβατόν, [[accessible]], τῇτόλμῃ Th.2.41.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβᾰτός Medium diacritics: εἰσβατός Low diacritics: εισβατός Capitals: ΕΙΣΒΑΤΟΣ
Transliteration A: eisbatós Transliteration B: eisbatos Transliteration C: eisvatos Beta Code: ei)sbato/s

English (LSJ)

εἰσβατή, εἰσβατόν, accessible, τῇτόλμῃ Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 741] zugänglich, Thuc. 2, 41.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβᾰτός: староатт. ἐσβατός 3 доступный (θάλασσα καὶ γῆ τῇ τόλμῃ τινός Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.

Greek Monolingual

εἰσβατός, -όν (AM)
(για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει.

Greek Monotonic

εἰσβᾰτός: -ή, -όν (εἰσβαίνω), ευκολοπλησίαστος, προσιτός, σε Θουκ.

Middle Liddell

εἰσβᾰτός, ή, όν εἰσβαίνω
accessible, Thuc.