ποικιλτέον: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikilteon | |Transliteration C=poikilteon | ||
|Beta Code=poikilte/on | |Beta Code=poikilte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must work in embroidery]], Id.''R.'' 378c. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ποικιλτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ποικίλλω]], δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποικιλτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ποικίλλω]], αυτό που πρέπει να δουλέψει [[κάποιος]] μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποικιλτέον, adj. verb. van ποικίλλω, er moet geborduurd worden. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 25 August 2023
English (LSJ)
one must work in embroidery, Id.R. 378c.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.
Greek Monotonic
ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλτέον, adj. verb. van ποικίλλω, er moet geborduurd worden.