κύπριος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κύπριος
|Full diacritics=κῠ́πρῐος
|Medium diacritics=κύπριος
|Medium diacritics=κύπριος
|Low diacritics=κύπριος
|Low diacritics=κύπριος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyprios
|Transliteration C=kyprios
|Beta Code=ku/prios
|Beta Code=ku/prios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of copper</b>, γραφεῖον <span class="title">PMag.Par.</span>1.1847.</span>
|Definition=α, ον, [[of copper]], γραφεῖον ''PMag.Par.''1.1847.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM [[Κύπριος]], -ία, -ον) [[Κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, [[κυπριακός]], [[κυπραίικος]] («[[Κύπριος]] χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις [[εἰκώς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο [[Κύπριος]], <i>η Κύπρια</i> ή <i>Κυπρία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Κύπρις]], η [[Αφροδίτη]] («φίλια δῶρα Κυπρίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Κύπρια</i><br />(ενν. <i>ἔπη</i>) επικό [[ποίημα]], εισαγωγικό στην [[Ιλιάδα]], το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Κύπριος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο<br />β) «[[Κύπριος]] βοῡς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπριος]], -ία, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM [[Κύπριος]], -ία, -ον) [[Κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, [[κυπριακός]], [[κυπραίικος]] («[[Κύπριος]] χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις [[εἰκώς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κύπριος]], <i>η Κύπρια</i> ή <i>Κυπρία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Κύπρις]], η [[Αφροδίτη]] («φίλια δῶρα Κυπρίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Κύπρια</i><br />(ενν. <i>ἔπη</i>) επικό [[ποίημα]], εισαγωγικό στην [[Ιλιάδα]], το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Κύπριος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο<br />β) «[[Κύπριος]] βοῦς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπριος]], -ία, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[de cobre]] ref. a un estilo κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα <b class="b3">grabando con un estilo de cobre forjado al fuego el nombre de alguien</b> P IV 1847
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠ́πρῐος Medium diacritics: κύπριος Low diacritics: κύπριος Capitals: ΚΥΠΡΙΟΣ
Transliteration A: kýprios Transliteration B: kyprios Transliteration C: kyprios Beta Code: ku/prios

English (LSJ)

α, ον, of copper, γραφεῖον PMag.Par.1.1847.

Spanish

de cobre

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (AM Κύπριος, -ία, -ον) Κύπρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, κυπριακός, κυπραίικοςΚύπριος χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκώς», Αισχύλ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κύπριος, η Κύπρια ή Κυπρία
ο κάτοικος της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο
αρχ.
1. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κύπρις, η Αφροδίτη («φίλια δῶρα Κυπρίας», Πίνδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κύπρια
(ενν. ἔπη) επικό ποίημα, εισαγωγικό στην Ιλιάδα, το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «Κύπριος λίθος» — είδος σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο
β) «Κύπριος βοῦς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.
(II)
κύπριος, -ία, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.

Léxico de magia

-ον de cobre ref. a un estilo κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα grabando con un estilo de cobre forjado al fuego el nombre de alguien P IV 1847