καταγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katagogeys
|Transliteration C=katagogeys
|Beta Code=katagwgeu/s
|Beta Code=katagwgeu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cattle-drover</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>92</span>(ii A. D.).</span>
|Definition=-έως, ὁ, [[cattle-drover]], ''BGU''92(ii A. D.).
}}
{{ls
|lstext='''καταγωγεύς''': έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγωγεύς]], -έως, ὁ (AM)<br />αυτός που κατεβάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλύει σε κάποιο [[μέρος]] για [[ανάπαυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[εξαγωγεύς]], [[προαγωγεύς]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωγεύς Medium diacritics: καταγωγεύς Low diacritics: καταγωγεύς Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: katagōgeús Transliteration B: katagōgeus Transliteration C: katagogeys Beta Code: katagwgeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, cattle-drover, BGU92(ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς].