πυρσόκορσος: Difference between revisions
From LSJ
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrsokorsos | |Transliteration C=pyrsokorsos | ||
|Beta Code=purso/korsos | |Beta Code=purso/korsos | ||
|Definition= | |Definition=πυρσόκορσον, [[red-maned]], λέων A.''Fr.''110. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
πυρσόκορσον, red-maned, λέων A.Fr.110.
German (Pape)
[Seite 825] = Vorigem, λέων, Aesch. frg. 97.
Russian (Dvoretsky)
πυρσόκορσος: огненноглавый, т. е. с рыжей гривой (λέων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πυρσόκορσος: -ον, = τῷ προηγ., π. λέων, ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο πυρσόκομος
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντος
πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. του πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμόκορσος].