χειροπόδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheiropodis | |Transliteration C=cheiropodis | ||
|Beta Code=xeiropo/dhs | |Beta Code=xeiropo/dhs | ||
|Definition= | |Definition=χειροπόδου, ὁ, [[with chapped feet]], Alc.37 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροπόδης''': -ου, ὁ, (ἢ [[μᾶλλον]] χιρο-, πρβλ. [[χειράς]]), ὁ ἔχων πόδας πλήρεις ῥηγμάτων, Ἀλκαῖος 38· οὕτω, [[χειρόπους]], ποδος, ὁ, ἡ, «χειρόποδες, οἱ τοὺς πόδας κατερρηγμένοι» Πολυδ. Β΄ , 152. | |lstext='''χειροπόδης''': -ου, ὁ, (ἢ [[μᾶλλον]] χιρο-, πρβλ. [[χειράς]]), ὁ ἔχων πόδας πλήρεις ῥηγμάτων, Ἀλκαῖος 38· οὕτω, [[χειρόπους]], ποδος, ὁ, ἡ, «χειρόποδες, οἱ τοὺς πόδας κατερρηγμένοι» Πολυδ. Β΄, 152. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χιροπόδης]]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χιροπόδης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
χειροπόδου, ὁ, with chapped feet, Alc.37 B.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, poet. = χειρόπους, Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. χειράς).
Greek (Liddell-Scott)
χειροπόδης: -ου, ὁ, (ἢ μᾶλλον χιρο-, πρβλ. χειράς), ὁ ἔχων πόδας πλήρεις ῥηγμάτων, Ἀλκαῖος 38· οὕτω, χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, «χειρόποδες, οἱ τοὺς πόδας κατερρηγμένοι» Πολυδ. Β΄, 152.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. χιροπόδης.