χωλόπους: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cholopous | |Transliteration C=cholopous | ||
|Beta Code=xwlo/pous | |Beta Code=xwlo/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. | |Definition=ὁ, ἡ, gen. χωλόποδος, [[lame-footed]], Man.4.118. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. χωλόποδος, lame-footed, Man.4.118.
German (Pape)
[Seite 1386] πουν, gen. ποδος, lahmfüßig, fußlahm, Maneth. 4, 118.
Greek (Liddell-Scott)
χωλόπους: ὁ, ἡ, ὁ χωλὸς τοὺς πόδας, χωλόποδας τεύχει καὶ ἀσθενέας Μανέθων 4. 118.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ και χωλοίπους Α
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χωλόπους
ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών της οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου
μσν.-αρχ.
χωλός, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. μικρόπους. Η λ. με την επιστημον. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. choloepus].