δίκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikarpos | |Transliteration C=dikarpos | ||
|Beta Code=di/karpos | |Beta Code=di/karpos | ||
|Definition= | |Definition=δίκαρπον, [[bearing two crops]], γῆ Str. 17.3.11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />agr. [[que fructifica dos veces al año]], [[de dos cosechas]] de plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, γῆ Str.17.3.11. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίκαρπος''': -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831. | |lstext='''δίκαρπος''': -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα [[μετά]] τον [[άλλο]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα [[μετά]] τον [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
δίκαρπον, bearing two crops, γῆ Str. 17.3.11.
Spanish (DGE)
-ον
agr. que fructifica dos veces al año, de dos cosechas de plantas, Thphr.HP 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.
German (Pape)
[Seite 628] zweimal Frucht tragend, Strab. XVII p. 881.
Greek (Liddell-Scott)
δίκαρπος: -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο
νεοελλ.
βοτ. (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα μετά τον άλλο.