κατάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katampelos
|Transliteration C=katampelos
|Beta Code=kata/mpelos
|Beta Code=kata/mpelos
|Definition=ον, [[wine-growing]], Χώρα <span class="bibl">Str.4.1.5</span>.
|Definition=κατάμπελον, [[wine-growing]], Χώρα Str.4.1.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμπελος Medium diacritics: κατάμπελος Low diacritics: κατάμπελος Capitals: ΚΑΤΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: katámpelos Transliteration B: katampelos Transliteration C: katampelos Beta Code: kata/mpelos

English (LSJ)

κατάμπελον, wine-growing, Χώρα Str.4.1.5.

German (Pape)

[Seite 1364] reich mit Weinstöcken versehen, χώρα Strab. IV, 179.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμπελος: -ον, πλήρης ἀμπέλων, χώρα Στράβ. 179· κ. καὶ ὑπόδενδρος Βυζ.

Greek Monolingual

κατάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά αμπέλια («χώραν δ' ἔχουσιν κατάμπελον», Στράβ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. υπάμπελος].