ἐκφοίτησις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekfoitisis
|Transliteration C=ekfoitisis
|Beta Code=e)kfoi/thsis
|Beta Code=e)kfoi/thsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[becoming public]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.1.7</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[becoming public]], J.''AJ''19.1.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[divulgación]] c. gen. obj. μὴ ὑπὸ Κλήμεντος ἐ. γένοιτο αὐτῶν I.<i>AI</i> 19.47, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Clem.Al.<i>Strom</i>.5.10.66.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφοίτησις''': -εως, ἡ, [[διάδοσις]], τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Κλήμ. Ἀλ. 685.
|lstext='''ἐκφοίτησις''': -εως, ἡ, [[διάδοσις]], τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Κλήμ. Ἀλ. 685.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[divulgación]] c. gen. obj. μὴ ὑπὸ Κλήμεντος ἐ. γένοιτο αὐτῶν I.<i>AI</i> 19.47, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Clem.Al.<i>Strom</i>.5.10.66.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκφοίτησις]], η (Α)<br />[[διάδοση]], [[γνωστοποίηση]], [[κοινολόγηση]].
|mltxt=[[ἐκφοίτησις]], η (Α)<br />[[διάδοση]], [[γνωστοποίηση]], [[κοινολόγηση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφοίτησις Medium diacritics: ἐκφοίτησις Low diacritics: εκφοίτησις Capitals: ΕΚΦΟΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: ekphoítēsis Transliteration B: ekphoitēsis Transliteration C: ekfoitisis Beta Code: e)kfoi/thsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, becoming public, J.AJ19.1.7.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
divulgación c. gen. obj. μὴ ὑπὸ Κλήμεντος ἐ. γένοιτο αὐτῶν I.AI 19.47, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Clem.Al.Strom.5.10.66.

German (Pape)

[Seite 786] ἡ, das Herausgehen, τῶν λόγων εἰς πολλούς, das Bekanntwerden, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφοίτησις: -εως, ἡ, διάδοσις, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Κλήμ. Ἀλ. 685.

Greek Monolingual

ἐκφοίτησις, η (Α)
διάδοση, γνωστοποίηση, κοινολόγηση.