ἐξανάστημα: Difference between revisions
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksanastima | |Transliteration C=eksanastima | ||
|Beta Code=e)cana/sthma | |Beta Code=e)cana/sthma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[erection]], Eust.1719.39 (pl.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[elevación]], [[alzado]] plu. concr. quizá [[construcciones]], [[edificios]] οἰκοδομήματα ἢ [[ἄλλως]] ἐξαναστήματα Eust.1719.39, fig. τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματα <i>Anon.Iud</i>.6.386. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξανάστημα''': τό, «διὰ τὰ [[ἔνθεν]] καὶ [[ἐκεῖθεν]] οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα» Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1719. 39. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξανάστημα]], το (Μ)<br />αυτό που ανεγείρεται, που ανυψώνεται, [[επομένως]] το [[κτήριο]], το [[οικοδόμημα]] («οἰκοδομήματα ή [[άλλως]] έξαναστήματα», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, erection, Eust.1719.39 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
elevación, alzado plu. concr. quizá construcciones, edificios οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα Eust.1719.39, fig. τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματα Anon.Iud.6.386.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάστημα: τό, «διὰ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα» Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1719. 39.
Greek Monolingual
ἐξανάστημα, το (Μ)
αυτό που ανεγείρεται, που ανυψώνεται, επομένως το κτήριο, το οικοδόμημα («οἰκοδομήματα ή άλλως έξαναστήματα», Ευστ.).