κατειλυσπάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateilyspaomai
|Transliteration C=kateilyspaomai
|Beta Code=kateiluspa/omai
|Beta Code=kateiluspa/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wriggle down</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>722</span>.</span>
|Definition=Pass., [[wriggle down]], Ar.''Lys.''722.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] sich herunterwinden, = simpl., Ar. Lys. 722.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] sich herunterwinden, = simpl., Ar. Lys. 722.
}}
{{elru
|elrutext='''κατειλυσπάομαι:''' [[соскальзывать]], [[скатываться]], [[спускаться]] (ἐκ τροχιλίας Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''κατειλυσπάομαι''': Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν [[ἄκρον]] τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ [[κάτω]] διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον [[ἄκρον]] τοῦ σχοινίου [[ὅπερ]] ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλυσπάομαι Medium diacritics: κατειλυσπάομαι Low diacritics: κατειλυσπάομαι Capitals: ΚΑΤΕΙΛΥΣΠΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kateilyspáomai Transliteration B: kateilyspaomai Transliteration C: kateilyspaomai Beta Code: kateiluspa/omai

English (LSJ)

Pass., wriggle down, Ar.Lys.722.

German (Pape)

[Seite 1394] sich herunterwinden, = simpl., Ar. Lys. 722.

Russian (Dvoretsky)

κατειλυσπάομαι: соскальзывать, скатываться, спускаться (ἐκ τροχιλίας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατειλυσπάομαι: Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν ἄκρον τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ κάτω διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ σχοινίου ὅπερ ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.