χαυνόφρων: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chavnofron | |Transliteration C=chavnofron | ||
|Beta Code=xauno/frwn | |Beta Code=xauno/frwn | ||
|Definition=φρονος, ὁ, ἡ, <span | |Definition=φρονος, ὁ, ἡ, = [[χαλίφρων]], Sch.Od.4.371. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαυνόφρων''': φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ [[πεπυκνωμένος]] τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[χαλίφρων]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαῦνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>, <i>ὀλιγό</i>-<i>φρων</i>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
φρονος, ὁ, ἡ, = χαλίφρων, Sch.Od.4.371.
Greek (Liddell-Scott)
χαυνόφρων: φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ πεπυκνωμένος τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χαλίφρων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων, ὀλιγό-φρων).