μακροπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makroptolemos
|Transliteration C=makroptolemos
|Beta Code=makropto/lemos
|Beta Code=makropto/lemos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[Τηλέμαχος]], Theoc.<span class="title">Syrinx</span> 1.</span>
|Definition=ὁ, = [[Τηλέμαχος]], Theoc.''Syrinx'' 1.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[lange]] [[Krieg]] [[führend]]</i>, Theocr. [[Syrinx]] (XV.21).
}}
{{elru
|elrutext='''μακροπτόλεμος:''' [[долго воюющий]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροπτόλεμος''': ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.
|lstext='''μακροπτόλεμος''': ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[μακροπτόλεμος]], -ον (Α)<br />([[κατά]] [[μεταφορά]] του ον. [[Τηλέμαχος]]) αυτός που πολεμά από [[μακριά]], [[Τηλέμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] ([[πρβλ]]. [[λιποπτόλεμος]], [[φυγοπτόλεμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπτόλεμος Medium diacritics: μακροπτόλεμος Low diacritics: μακροπτόλεμος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: makroptólemos Transliteration B: makroptolemos Transliteration C: makroptolemos Beta Code: makropto/lemos

English (LSJ)

ὁ, = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.

German (Pape)

lange Krieg führend, Theocr. Syrinx (XV.21).

Russian (Dvoretsky)

μακροπτόλεμος: долго воюющий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.

Greek Monolingual

μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιποπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].