νεοστράτευτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neostrateftos
|Transliteration C=neostrateftos
|Beta Code=neostra/teutos
|Beta Code=neostra/teutos
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">recruit</b>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.74</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[recruit]], App.''BC''2.74.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοστράτευτος''': -ον, [[νεοσύλλεκτος]] [[στρατιώτης]], ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεόλεκτος]].
|lstext='''νεοστράτευτος''': -ον, [[νεοσύλλεκτος]] [[στρατιώτης]], ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεόλεκτος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοστράτευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που για πρώτη [[φορά]] πήρε [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]] («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», <b>Αππ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοστράτευτος Medium diacritics: νεοστράτευτος Low diacritics: νεοστράτευτος Capitals: ΝΕΟΣΤΡΑΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: neostráteutos Transliteration B: neostrateutos Transliteration C: neostrateftos Beta Code: neostra/teutos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, recruit, App.BC2.74.

German (Pape)

[Seite 245] neu im Kriegsdienst, den ersten Feldzug machend, tiro, App. B. C.

Greek (Liddell-Scott)

νεοστράτευτος: -ον, νεοσύλλεκτος στρατιώτης, ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεόλεκτος.

Greek Monolingual

νεοστράτευτος, -ον (Α)
αυτός που για πρώτη φορά πήρε μέρος σε εκστρατεία («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», Αππ.).