πρωτοτυπία: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prototypia | |Transliteration C=prototypia | ||
|Beta Code=prwtotupi/a | |Beta Code=prwtotupi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[original form]], Eust.50.38. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, original form, Eust.50.38.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, die Eigenschaft eines πρωτότυπον, eines Stammwortes, Eust. 38, 17.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοτῠπία: ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ πρωτοτύπου, Εὐστ. Πονημάτ. 171. 28, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜ πρωτότυπος
1. η ιδιότητα του πρωτότυπου, καινοτομία, ιδιοτυπία, ιδιομορφία
2. συνεκδ. καθετί το ασυνήθιστο ή και το παράδοξο
3. η αρχική μορφή, το πρωτότυπο.