ἀλφιτηρός: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alfitiros | |Transliteration C=alfitiros | ||
|Beta Code=a)lfithro/s | |Beta Code=a)lfithro/s | ||
|Definition=ά, όν, < | |Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> of or [[belonging to]] <b class="b3">ἄλφιτα, ἀγγεῖον ἀ.</b> [[meal]]-tub, Antiph.63 (-τήριον Poll.10.179).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀλφιτηρὸν ἐργαλεῖα κινεῦσι</b> 'a living wage for the worker', Herod.7.73. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀλφῐτηρός) -όν<br /><b class="num">1</b> [[de cebada]], [[ἀγγεῖον]] ἀλφιτηρόν artesa o cuenco para las gachas de cebada</i> Antiph.63.<br /><b class="num">2</b> fig. [[productivo]] ἀλφιτηρὸν ἐργα[λ] εῖα κινεῦσι productivo para los que mueven herramientas</i> Herod.7.73. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλφῐτηρός''': -ά, -όν, ἐξ ἀλφίτων ἢ εἰς ἄλφιτα ἀνήκων, [[ἀγγεῖον]] ἀλφ. = [[δοχεῖον]] ἀλφίτων, Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 1, [[ἔνθα]] (ἐν Πολυδ. 10. 179) -τήριον ὑπῆρχε. | |lstext='''ἀλφῐτηρός''': -ά, -όν, ἐξ ἀλφίτων ἢ εἰς ἄλφιτα ἀνήκων, [[ἀγγεῖον]] ἀλφ. = [[δοχεῖον]] ἀλφίτων, Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 1, [[ἔνθα]] (ἐν Πολυδ. 10. 179) -τήριον ὑπῆρχε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλφιτηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[άλφιτα]], τα άλευρα<br /><b>2.</b> <i>ἀλφιτηρὸν | |mltxt=[[ἀλφιτηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[άλφιτα]], τα άλευρα<br /><b>2.</b> <i>ἀλφιτηρὸν ἀγγεῖον</i>, [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] αλφίτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]] (-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ηρός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν,
A of or belonging to ἄλφιτα, ἀγγεῖον ἀ. meal-tub, Antiph.63 (-τήριον Poll.10.179).
2 ἀλφιτηρὸν ἐργαλεῖα κινεῦσι 'a living wage for the worker', Herod.7.73.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτηρός) -όν
1 de cebada, ἀγγεῖον ἀλφιτηρόν artesa o cuenco para las gachas de cebada Antiph.63.
2 fig. productivo ἀλφιτηρὸν ἐργα[λ] εῖα κινεῦσι productivo para los que mueven herramientas Herod.7.73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτηρός: -ά, -όν, ἐξ ἀλφίτων ἢ εἰς ἄλφιτα ἀνήκων, ἀγγεῖον ἀλφ. = δοχεῖον ἀλφίτων, Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 1, ἔνθα (ἐν Πολυδ. 10. 179) -τήριον ὑπῆρχε.
Greek Monolingual
ἀλφιτηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άλφιτα, τα άλευρα
2. ἀλφιτηρὸν ἀγγεῖον, δοχείο για τη φύλαξη αλφίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + παραγ. κατάλ. -ηρός].