ταγά: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taga
|Transliteration C=taga
|Beta Code=taga/
|Beta Code=taga/
|Definition=[[ἁ]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[time during which a]] [[τᾱγός]] [[holds office]], i.e. war-time, opp. [[ἀταγία]], <span class="title">SIG</span>55 (Thessaly, v B.C.).</span>
|Definition=[[ἁ]], [[time during which a]] τᾱγός [[holds office]], i.e. war-time, opp. [[ἀταγία]], ''SIG''55 (Thessaly, v B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγά Medium diacritics: ταγά Low diacritics: ταγά Capitals: ΤΑΓΑ
Transliteration A: tagá Transliteration B: taga Transliteration C: taga Beta Code: taga/

English (LSJ)

, time during which a τᾱγός holds office, i.e. war-time, opp. ἀταγία, SIG55 (Thessaly, v B.C.).

Greek Monolingual

ἁ, Α
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός
2. συνεκδ. καιρός πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. ἀταγία].

Russian (Dvoretsky)

τᾱγά: ἁ дор. Arph. = ταγή.