μιξοφρύγιος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miksofrygios | |Transliteration C=miksofrygios | ||
|Beta Code=micofru/gios | |Beta Code=micofru/gios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ον<, [[half-Phrygian]], of dialect, Xanth.8; πολίχναι Str.13.4.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[à moitié phrygien]].<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[Φρυγία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξοφρύγιος''': [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε [[μιξολύδιος]]. - Ἐπὶ ἁρμονίας, [[μιξοφρύγιος]] [[ἁρμονία]] Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α. | |lstext='''μιξοφρύγιος''': [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε [[μιξολύδιος]]. - Ἐπὶ ἁρμονίας, [[μιξοφρύγιος]] [[ἁρμονία]] Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιξοφρύγιος]] και μειξοφρύγιος, -ον (Α)<br />(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]]/ [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[φρύγιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μιξοφρύγιος:''' [ῠ], -ον, κατά το ήμισυ [[φρυγικός]], ως προς τη διάλεκτο ή τη [[μουσική]], σε Στράβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μιξο-φρῠ́γιος, ον<br />[[half]]-Phrygian, Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον<, half-Phrygian, of dialect, Xanth.8; πολίχναι Str.13.4.13.
German (Pape)
[Seite 189] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié phrygien.
Étymologie: μίγνυμι, Φρυγία.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε μιξολύδιος. - Ἐπὶ ἁρμονίας, μιξοφρύγιος ἁρμονία Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α.
Greek Monolingual
μιξοφρύγιος και μειξοφρύγιος, -ον (Α)
(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι/ μείγνυμι + φρύγιος (< Φρυγία)].
Greek Monotonic
μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον, κατά το ήμισυ φρυγικός, ως προς τη διάλεκτο ή τη μουσική, σε Στράβ.
Middle Liddell
μιξο-φρῠ́γιος, ον
half-Phrygian, Strab.