ἀσυγκέραστος: Difference between revisions
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asygkerastos | |Transliteration C=asygkerastos | ||
|Beta Code=a)sugke/rastos | |Beta Code=a)sugke/rastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσυγκέραστον, [[untempered]], φύσις ''AP''9.180 (Pall.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσυγκέραστον, untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).
Spanish (DGE)
-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.
German (Pape)
[Seite 379] ungemischt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: ἀ, συγκεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκέραστος: не смешанный в надлежащей пропорции, т. е. неупорядоченный (φύσις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.
Greek Monotonic
ἀσυγκέραστος: -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.
Middle Liddell
συγκεράννυμι
unmixed, Anth.