κριθώδης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krithodis | |Transliteration C=krithodis | ||
|Beta Code=kriqw/dhs | |Beta Code=kriqw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κριθῶδες, [[like barley]], [[made of it]], <b class="b3">κριθώδεις πτισάναι</b>, = [[ὅλη πτισάνη]], opp. [[χυλός]], Hp.''Acut.''40. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῑθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, [[κριθώδης]] [[πτισάνη]], = ὅλη [[πτισάνη]], ἀντίθετ. τῷ [[χυλός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε [[πτισάνη]]· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25. | |lstext='''κρῑθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, [[κριθώδης]] [[πτισάνη]], = ὅλη [[πτισάνη]], ἀντίθετ. τῷ [[χυλός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε [[πτισάνη]]· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κριθώδης]], -ῶδες (Α) [[κριθή]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κριθάρι]] ή αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κριθάρι]], [[κριθαρένιος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κριθώδης -ες [κριθή] gerste-:. κ. πτισάνη gerstewater Hp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
κριθῶδες, like barley, made of it, κριθώδεις πτισάναι, = ὅλη πτισάνη, opp. χυλός, Hp.Acut.40.
German (Pape)
[Seite 1509] ἄρτος, Gerstenbrot, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, κριθώδης πτισάνη, = ὅλη πτισάνη, ἀντίθετ. τῷ χυλός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε πτισάνη· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25.
Greek Monolingual
κριθώδης, -ῶδες (Α) κριθή
αυτός που μοιάζει με κριθάρι ή αυτός που έχει παρασκευαστεί από κριθάρι, κριθαρένιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριθώδης -ες [κριθή] gerste-:. κ. πτισάνη gerstewater Hp.