γονατώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gonatodis
|Transliteration C=gonatodis
|Beta Code=gonatw/dhs
|Beta Code=gonatw/dhs
|Definition=γονατώδες, [[with joints]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.5.3, Dsc.1.1,4.29.
|Definition=γονατῶδες, [[with joints]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.5.3, Dsc.1.1,4.29.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονᾰτώδης Medium diacritics: γονατώδης Low diacritics: γονατώδης Capitals: ΓΟΝΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: gonatṓdēs Transliteration B: gonatōdēs Transliteration C: gonatodis Beta Code: gonatw/dhs

English (LSJ)

γονατῶδες, with joints, Thphr. HP 1.5.3, Dsc.1.1,4.29.

Spanish (DGE)

-ες
bot. nudoso κάλαμος Thphr.HP 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29.

German (Pape)

[Seite 501] ες, mit Knieen, Knoten, wie Rohr u. Halmgewächse, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γονᾰτώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης κόμβων ἢ ἁρμῶν, οἷον χόρτος, κάλαμος, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 3, Διοσκ. 4. 30.

Greek Monolingual

-ες (AM γονατώδης, -ες)
(για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους
νεοελλ.
1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο
2. φρ. «γονατώδη σώματα» — προεξοχές του πίσω τμήματος του οπτικού θαλάμου.