γονατώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gonatodis | |Transliteration C=gonatodis | ||
|Beta Code=gonatw/dhs | |Beta Code=gonatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=γονατῶδες, [[with joints]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.5.3, Dsc.1.1,4.29. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
γονατῶδες, with joints, Thphr. HP 1.5.3, Dsc.1.1,4.29.
Spanish (DGE)
-ες
bot. nudoso κάλαμος Thphr.HP 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29.
German (Pape)
[Seite 501] ες, mit Knieen, Knoten, wie Rohr u. Halmgewächse, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης κόμβων ἢ ἁρμῶν, οἷον χόρτος, κάλαμος, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 3, Διοσκ. 4. 30.
Greek Monolingual
-ες (AM γονατώδης, -ες)
(για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους
νεοελλ.
1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο
2. φρ. «γονατώδη σώματα» — προεξοχές του πίσω τμήματος του οπτικού θαλάμου.