ποταμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potamodis
|Transliteration C=potamodis
|Beta Code=potamw/dhs
|Beta Code=potamw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a river</b>, δάκρυον <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.206D.</span></span>
|Definition=ποταμῶδες, [[like a river]], δάκρυον Eun.''Hist.''p.206D.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποταμώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.
|lstext='''ποταμώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, ΜΑ [[ποταμός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε [[ποτάμι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ρέει άφθονα σαν [[ποτάμι]] («[[δάκρυον]] ποταμῶδες», Ευνάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμώδης Medium diacritics: ποταμώδης Low diacritics: ποταμώδης Capitals: ΠΟΤΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: potamṓdēs Transliteration B: potamōdēs Transliteration C: potamodis Beta Code: potamw/dhs

English (LSJ)

ποταμῶδες, like a river, δάκρυον Eun.Hist.p.206D.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.

Greek Monolingual

-ες, ΜΑ ποταμός
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι
αρχ.
μτφ. αυτός που ρέει άφθονα σαν ποτάμιδάκρυον ποταμῶδες», Ευνάπ.).