οὐρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(30)
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ourodis
|Transliteration C=ourodis
|Beta Code=ou)rw/dhs
|Beta Code=ou)rw/dhs
|Definition=ες, (οὐρά) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the tail</b> or <b class="b2">rump</b>, τένοντες Hp.<b class="b2">Acut.(Sp</b>.) 37 (v.l. for [[ὀρρ-]]).</span>
|Definition=οὐρῶδες, ([[οὐρά]]) [[of the tail]] or [[of the rump]], τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ὀρρώδης]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρώδης]], -ῶδες (Α) [[ουρά]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή στον πρωκτό.———————— <b>(II)</b><br />-ώδες [[ούρο]]<br />αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το [[χρώμα]] ή την [[οσμή]], τών ούρων.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρώδης]], -ῶδες (Α) [[ουρά]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή στον πρωκτό.<br /> <b>(II)</b><br />-ώδες [[ούρο]]<br />αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το [[χρώμα]] ή την [[οσμή]], τών ούρων.
}}
}}

Latest revision as of 06:33, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρώδης Medium diacritics: οὐρώδης Low diacritics: ουρώδης Capitals: ΟΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: ourṓdēs Transliteration B: ourōdēs Transliteration C: ourodis Beta Code: ou)rw/dhs

English (LSJ)

οὐρῶδες, (οὐρά) of the tail or of the rump, τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρώδης).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρώδης: -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.

Greek Monolingual

(I)
οὐρώδης, -ῶδες (Α) ουρά
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό.
(II)
-ώδες ούρο
αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων.