ἀντείρομαι: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anteiromai | |Transliteration C=anteiromai | ||
|Beta Code=a)ntei/romai | |Beta Code=a)ntei/romai | ||
|Definition=Ion. aor. | |Definition=Ion. aor. -ειρόμην, Att. -ηρόμην:—[[ask in turn]], [[Herodotus|Hdt.]]1.129, 3.23, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.2.22: in part., Plu.2.739b. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.<i>Cyr</i>.2.2.22]<br />[[preguntar a su vez]] εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντείρομαι''': [[ἴσως]] μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34. | |lstext='''ἀντείρομαι''': [[ἴσως]] μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
Ion. aor. -ειρόμην, Att. -ηρόμην:—ask in turn, Hdt.1.129, 3.23, X.Cyr.2.2.22: in part., Plu.2.739b.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. jón. -ειρετο Hdt.1.129, át. -ηρετο X.Cyr.2.2.22]
preguntar a su vez εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον Hdt.l.c., τοῦτον τίνα λέγοι X.l.c., cf. Hdt.3.23, Plu.2.739b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντείρομαι: ἴσως μόνον κατ’ ἀόρ. -ειρόμην Ἀττ. -ηρόμην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. -έρομαι): ἀντερωτῶ, Ἡρόδ. 1. 129., 3. 23, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 22· ἐν τῇ μετοχ., Πλούτ. 2. 739Β· τοὺς ἀντερομένους τῶν πολιτᾶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 34.
Greek Monolingual
ἀντείρομαι (Α)
αντερωτώ.
Greek Monotonic
ἀντείρομαι: Ιων. αντί ἀντ-έρομαι.