βαλανηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=valaniforos
|Transliteration C=valaniforos
|Beta Code=balanhfo/ros
|Beta Code=balanhfo/ros
|Definition=βαλανηφόρον, [[bearing dates]], φοίνικες Hdt.1.193.
|Definition=βαλανηφόρον, [[bearing dates]], φοίνικες [[Herodotus|Hdt.]]1.193.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνηφόρος Medium diacritics: βαλανηφόρος Low diacritics: βαλανηφόρος Capitals: ΒΑΛΑΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: balanēphóros Transliteration B: balanēphoros Transliteration C: valaniforos Beta Code: balanhfo/ros

English (LSJ)

βαλανηφόρον, bearing dates, φοίνικες Hdt.1.193.

Spanish (DGE)

-ον datilero τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων Hdt.1.193.

German (Pape)

[Seite 428] φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des dattes.
Étymologie: βάλανος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανηφόρος -ον βάλανος, φέρω dadels dragend.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνηφόρος: приносящий финики (φοίνικες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων βαλάνους, παράγων βαλανίδια ἢ φοίνικας, Ἡρόδ. 1. 193.

Greek Monolingual

βαλανηφόρος, -ον (Α)
εκείνος που παράγει βαλανίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

βᾰλᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φέρω
bearing dates, Hdt.