σκαιωρέω: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(11)
 
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skaioreo
|Transliteration C=skaioreo
|Beta Code=skaiwre/w
|Beta Code=skaiwre/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πανουργέω]], <b class="b2">devise mischievously</b>, ἐπιβουλήν τινι <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>1</span> <span class="title">Prooem.</span>, cf. Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>673</span>.</span>
|Definition== [[πανουργέω]], [[devise mischievously]], ἐπιβουλήν τινι Procop.''Aed.''1 ''Prooemia'', cf. Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''673.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] = [[σκαιουργέω]], Schol. Eur. Or. 432, πανουργέομαι, VLL.
}}
{{ls
|lstext='''σκαιωρέω''': [[πανουργέω]], ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. [[σκευωρέομαι]]· - σκαιωρία, ἡ, [[βλάβη]], Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρχησις]], [[χορεία]], καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές [[ἐπινόημα]], Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαιωρέω Medium diacritics: σκαιωρέω Low diacritics: σκαιωρέω Capitals: ΣΚΑΙΩΡΕΩ
Transliteration A: skaiōréō Transliteration B: skaiōreō Transliteration C: skaioreo Beta Code: skaiwre/w

English (LSJ)

= πανουργέω, devise mischievously, ἐπιβουλήν τινι Procop.Aed.1 Prooemia, cf. Sch.S.OT673.

German (Pape)

[Seite 888] = σκαιουργέω, Schol. Eur. Or. 432, πανουργέομαι, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σκαιωρέω: πανουργέω, ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. σκευωρέομαι· - σκαιωρία, ἡ, βλάβη, Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές ἐπινόημα, Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ.