σκαιουργέω

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαιουργέω Medium diacritics: σκαιουργέω Low diacritics: σκαιουργέω Capitals: ΣΚΑΙΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: skaiourgéō Transliteration B: skaiourgeō Transliteration C: skaiourgeo Beta Code: skaiourge/w

English (LSJ)

behave amiss, περὶ γονέας towards one's parents, Ar.Nu.994.

German (Pape)

[Seite 888] linkisch handeln, sich plump, ungeschickt betragen, ungezogen sein; περὶ τοὺς γονέας (v.l. παρά), gegen die Eltern, Ar. Nubb. 981.

French (Bailly abrégé)

σκαιουργῶ :
agir d'une manière déplacée.
Étymologie: σκαιός, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαιουργέω [σκαιός, ἔργον] zich onhandig gedragen.

Russian (Dvoretsky)

σκαιουργέω: дурно поступать (περί τινα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

σκαιουργέω: φέρομαι σκαιῶς, κακῶς, ἀτόπως, περὶ γονέας, πρὸς τοὺς γονεῖς μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 994· - -ούργημα, τό, κακὴ συμπεριφορά, Τζέτζ.

Greek Monotonic

σκαιουργέω: μέλ. -ήσω (*ἔργω), φέρομαι ανάρμοστα, απρεπώς, είμαι ανάγωγος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σκαι-ουργέω, fut. -ήσω [*ἔργω
to behave amiss, Ar.