περιπλάνησις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=περιπλᾰνησις
|Full diacritics=περιπλᾰ́νησις
|Medium diacritics=περιπλάνησις
|Medium diacritics=περιπλάνησις
|Low diacritics=περιπλάνησις
|Low diacritics=περιπλάνησις
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ἡ, das Herumirren, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ἡ, das [[Herumirren]], Plut.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[course errante tout autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περιπλανάομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[course errante tout autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περιπλανάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιπλάνησις:''' εως (ᾰ) ἡ [[блуждание вокруг]], [[странствование]] Plut.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[περιπλάνησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[περιπλανώμαι]]<br />άσκοπη [[μετακίνηση]] σε διάφορους τόπους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτροπή]] από τον σωστό δρόμο, [[χάσιμο]] του δρόμου.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπλάνησις''': [ᾰ], ἡ, τὸ περιπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 250F, Βυζ.
|lstext='''περιπλάνησις''': [ᾰ], ἡ, τὸ περιπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 250F, Βυζ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπλάνησις:''' εως (ᾰ) ἡ [[блуждание вокруг]], [[странствование]] Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 24 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλᾰ́νησις Medium diacritics: περιπλάνησις Low diacritics: περιπλάνησις Capitals: ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: periplánēsis Transliteration B: periplanēsis Transliteration C: periplanisis Beta Code: peripla/nhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, wandering about, ib.520f (pl.).

German (Pape)

[Seite 587] ἡ, das Herumirren, Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
course errante tout autour.
Étymologie: περιπλανάομαι.

Russian (Dvoretsky)

περιπλάνησις: εως (ᾰ) ἡ блуждание вокруг, странствование Plut.

Greek Monolingual

η / περιπλάνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιπλανώμαι
άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους
νεοελλ.
εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο του δρόμου.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλάνησις: [ᾰ], ἡ, τὸ περιπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 250F, Βυζ.