συνάσκησις: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] ἡ, gemeinschaftliche | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] ἡ, gemeinschaftliche Übung; Clem. Al.; S. Emp. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 05:40, 26 September 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, training, opp. φύσις, Phld.Rh.1.1, cf. D.H.2.74, S.E.M.7.146, 11.248; military training, Ael.Tact.3.1; σ. ὅπλων Lyd.Mag.3.33.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, gemeinschaftliche Übung; Clem. Al.; S. Emp.
Russian (Dvoretsky)
συνάσκησις: εως ἡ упражнение, практика Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συνάσκησις: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἡνωμένη ἄσκησις, συνεχὴς ἄσκησις, Διον. Ἁλ. 2. 74, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 146, κτλ.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ συνασκῶ
1. στρατιωτική άσκηση
2. εκκλ. άσκηση στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών μαζί
αρχ.
άσκηση συνεχής και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).