Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀδιάρρηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=adiarriktos
|Transliteration C=adiarriktos
|Beta Code=a)dia/rrhktos
|Beta Code=a)dia/rrhktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not torn in pieces]], gloss on [[ἄρρηκτος]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>149.12</span>.</span>
|Definition=ἀδιάρρηκτον, [[not torn in pieces]], ''Glossaria'' on [[ἄρρηκτος]], ''EM''149.12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no destrozado]], <i>EM</i>α 1861.
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht zu [[zerreißen]]</i>, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[αδιάρρηκτος]] και [[αδιάρρηχτος]], -η, -ο (Μ [[ἀδιάρρηκτος]], -ον) [[διαρρήγνυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδιάσπαστος]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο [[ατεμάχιστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάρρηκτος''': -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.
|lstext='''ἀδιάρρηκτος''': -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no destrozado]], <i>EM</i>α 1861.
}}
}}

Latest revision as of 13:33, 28 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάρρηκτος Medium diacritics: ἀδιάρρηκτος Low diacritics: αδιάρρηκτος Capitals: ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΟΣ
Transliteration A: adiárrēktos Transliteration B: adiarrēktos Transliteration C: adiarriktos Beta Code: a)dia/rrhktos

English (LSJ)

ἀδιάρρηκτον, not torn in pieces, Glossaria on ἄρρηκτος, EM149.12.

Spanish (DGE)

-ον no destrozado, EMα 1861.

German (Pape)

nicht zu zerreißen, Sp.

Greek Monolingual

αδιάρρηκτος και αδιάρρηχτος, -η, -ο (Μ ἀδιάρρηκτος, -ον) διαρρήγνυμι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη
2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής
μσν.
αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάρρηκτος: -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.