άθαφτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
mNo edit summary
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἄταφος, ἄθαπτος;" to "Ancient Greek: ἄθαπτος, ἀκήδεστος, ἀκήδευτος, ἀκηδής, ἀκτερέϊστος, ἀτάρχυτος, [[ἄταφο...)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[άθαπτος]].
|mltxt=[[άθαπτος]] και [[άθαφτος]], -η, -ο (Α [[ἄθαπτος]], -ον) [[θάπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ταφεί, ο [[άταφος]]<br /><b>2.</b> (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με [[χώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακήδευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανάξιος]] ταφής.
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[unburied]]===
|trtx====[[unburied]]===
German: [[unbegraben]]; Greek: [[άθαφτος]]; Ancient Greek: [[ἄταφος]], [[ἄθαπτος]]; Latin: [[insepultus]], [[intumulatus]]; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit
German: [[unbeerdigt]], [[unbegraben]]; Greek: [[άταφος]], [[άθαφτος]], [[άθαπτος]]; Ancient Greek: [[ἄθαπτος]], [[ἀκήδεστος]], [[ἀκήδευτος]], [[ἀκηδής]], [[ἀκτερέϊστος]], [[ἀτάρχυτος]], [[ἄταφος]], [[ἀτύμβευτος]], [[περιερριμμένος]]; Italian: [[insepolto]]; Latin: [[insepultus]], [[intumulatus]]; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit; Spanish: [[no enterrado]], [[insepulto]]
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 17 November 2023

Greek Monolingual

άθαπτος και άθαφτος, -η, -ο (Α ἄθαπτος, -ον) θάπτω
1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος
2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμα
νεοελλ.
1. ακήδευτος
2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε
αρχ.
ο ανάξιος ταφής.

Translations