ἀτύμβευτος
English (LSJ)
ἀτύμβευτον, without tomb, unentombed; θάνατος ἀτύμβευτος = unentombed death, corpse AP9.439 (Crin.); ὕβρις contemptuous neglect of burial, Onos.36.2; τάφος ἀτύμβευτος = burial but not in a tomb Opp.H.5.346.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene tumba, insepulto θάνατος AP 9.439 (Crin.), παῖς Nonn.D.10.63, νεκρός Nonn.D.11.222, τάφος Opp.H.5.346.
2 que desprecia la tumba e.e. que desprecia el ser sepultado en una tumba ἐπαχθῶς φέρει τὴν ἀτύμβευτον ὕβριν Onas.36.2.
German (Pape)
[Seite 390] unbegraben, τάφος, ohne Grabhügel, Opp. H. 5, 346; θανάτου ἀτυμβεύτου λείψανον Crinag. 35 (IX, 439).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non enseveli dans une tombe, sans tombeau.
Étymologie: ἀ, τυμβεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτύμβευτος: оставленный без погребения (θάνατος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτύμβευτος: -ον, ἄνευ τάφου, θάνατος Ἀνθ. Π. 9. 439· τάφος ἀτ., ταφὴ οὐχί ἐν τύμβῳ, Ὀππ. Ἁλ. 5. 346.
Greek Monotonic
ἀτύμβευτος: -ον (τυμβεύω), αυτός που δεν έχει ταφεί, σε Ανθ.
Middle Liddell
Translations
unburied
German: unbeerdigt, unbegraben; Greek: άταφος, άθαφτος, άθαπτος; Ancient Greek: ἄθαπτος, ἀκήδεστος, ἀκήδευτος, ἀκηδής, ἀκτερέϊστος, ἀτάρχυτος, ἄταφος, ἀτύμβευτος, περιερριμμένος; Italian: insepolto; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit; Spanish: no enterrado, insepulto