ἐπιδημητικός: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
(13) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epidimitikos | |Transliteration C=epidimitikos | ||
|Beta Code=e)pidhmhtiko/s | |Beta Code=e)pidhmhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιδημητική, ἐπιδημητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[staying at home]], [[non-migratory]], [[ζῷα]], opp. [[ἐκτοπιστικά]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488a13.<br><span class="bld">II</span>. [[ἐπιδημητικά]], τά, [[expenses of]] a governor's [[visit]], ''Cod.Just.''12.40.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0937.png Seite 937]] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0937.png Seite 937]] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδημητικός]], -ή, -όν) [[επιδημώ]]<br />(για ζώα και [[κυρίως]] πτηνά) αυτός που διαμένει [[συνεχώς]] σε μια [[χώρα]] (στα ορεινά το [[καλοκαίρι]], στα πεδινά τον χειμώνα) σε [[αντίθεση]] με τον <i>αποδημητικό</i>. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδημητικός]], -ή, -όν) [[επιδημώ]]<br />(για ζώα και [[κυρίως]] πτηνά) αυτός που διαμένει [[συνεχώς]] σε μια [[χώρα]] (στα ορεινά το [[καλοκαίρι]], στα πεδινά τον χειμώνα) σε [[αντίθεση]] με τον <i>αποδημητικό</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδημητικός:''' [[остающийся на месте]], [[оседлый]] (ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:40, 24 November 2023
English (LSJ)
ἐπιδημητική, ἐπιδημητικόν,
A staying at home, non-migratory, ζῷα, opp. ἐκτοπιστικά, Arist.HA488a13.
II. ἐπιδημητικά, τά, expenses of a governor's visit, Cod.Just.12.40.12.
German (Pape)
[Seite 937] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im Gegensatz von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) επιδημώ
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδημητικός: остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.).