λίσσωμα: Difference between revisions
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
(c2) |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lissoma | |Transliteration C=lissoma | ||
|Beta Code=li/sswma | |Beta Code=li/sswma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[smoothness]], <b class="b3">λ. τριχῶν</b> the [[crown]] or [[spot on the head from which the hair sets in different ways]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''491b6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0053.png Seite 53]] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0053.png Seite 53]] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίσσωμα:''' ατος τό гладкое место: λ. τῶν [[τριχῶν]] Arst. макушка головы, откуда волосы растут в разных направлениях, т. е. лучеобразно расходятся. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λίσσωμα''': τό, (λισσὸς) [[λειότης]], λ. τριχῶν, ἡ κορυφὴ ἢ τὸ [[σημεῖον]] τῆς κεφαλῆς, ἀφ’ οὗ αἱ τρίχες χωρίζονται καὶ καταβαίνουσι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις· καὶ λίσσωσις, εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπὸ τῆς κορυφῆς [[λεία]] [[κατάβασις]] ἢ τὸ [[χώρισμα]] τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λίσσωμα]], το (Α) [[λισσώ]]<br />η [[κορυφή]], το [[σημείο]] του κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι [[τρίχες]] και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῖται τὸ [[μέσον]] καὶ [[λίσσωμα]] τῶν τριχῶν», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:54, 24 November 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, smoothness, λ. τριχῶν the crown or spot on the head from which the hair sets in different ways, Arist.HA491b6.
German (Pape)
[Seite 53] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7.
Russian (Dvoretsky)
λίσσωμα: ατος τό гладкое место: λ. τῶν τριχῶν Arst. макушка головы, откуда волосы растут в разных направлениях, т. е. лучеобразно расходятся.
Greek (Liddell-Scott)
λίσσωμα: τό, (λισσὸς) λειότης, λ. τριχῶν, ἡ κορυφὴ ἢ τὸ σημεῖον τῆς κεφαλῆς, ἀφ’ οὗ αἱ τρίχες χωρίζονται καὶ καταβαίνουσι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις· καὶ λίσσωσις, εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τῆς κορυφῆς λεία κατάβασις ἢ τὸ χώρισμα τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 4.
Greek Monolingual
λίσσωμα, το (Α) λισσώ
η κορυφή, το σημείο του κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῖται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.).