πολύστοιχος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polystoichos
|Transliteration C=polystoichos
|Beta Code=polu/stoixos
|Beta Code=polu/stoixos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in many rows</b>, ὀδόντες <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>505a29</span>; κριθαί <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.4.2</span> (Comp.); <b class="b3">π. γνάθοι</b> jaws <b class="b2">set with many rows of teeth</b>, Lyc.414.</span>
|Definition=πολύστοιχον, [[in many rows]], ὀδόντες [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''505a29; κριθαί [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.4.2 (Comp.); <b class="b3">π. γνάθοι</b> jaws [[set with many rows of teeth]], Lyc.414.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] = [[πολύστιχος]], ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] = [[πολύστιχος]], ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύστοιχος:''' [[расположенный в несколько рядов]] (ὀδόντες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύστοιχος''': -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.
|lstext='''πολύστοιχος''': -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῖς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους [[ἔνιοι]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στείχω]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστοιχος Medium diacritics: πολύστοιχος Low diacritics: πολύστοιχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: polýstoichos Transliteration B: polystoichos Transliteration C: polystoichos Beta Code: polu/stoixos

English (LSJ)

πολύστοιχον, in many rows, ὀδόντες Arist.HA505a29; κριθαί Thphr. HP 8.4.2 (Comp.); π. γνάθοι jaws set with many rows of teeth, Lyc.414.

German (Pape)

[Seite 673] = πολύστιχος, ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

πολύστοιχος: расположенный в несколько рядов (ὀδόντες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύστοιχος: -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῖς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους ἔνιοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στοῖχος (< στείχω)].