κάψις: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapsis | |Transliteration C=kapsis | ||
|Beta Code=ka/yis | |Beta Code=ka/yis | ||
|Definition=εως, ἡ, (κάπτω) | |Definition=-εως, ἡ, ([[κάπτω]]) [[gulping]], <b class="b3">κάψει πίνειν</b>, of the bear, opp. [[σπάσει]] and [[λάψει]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''595a10. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1409.png Seite 1409]] ἡ, das Verschlucken, hastiges Hineinschlucken; κάψει πίνειν, schluckweis trinken, Arist. H. A. 8, 6. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάψις:''' εως ἡ [[быстрое проглатывание]]: κάψει πίνειν Arst. выпивать залпом. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάψις''': -εως, ἡ, [[κατάποσις]], καταβρόχθισις, «χάψιμον», κάψει πίνειν, ἐπὶ τῆς ἄρκτου, ἀντίθετ. τῷ σπάσει καὶ λάψει, ἡ δὲ ἄρκτος [[οὔτε]] σπάσει πίνει [[οὔτε]] λάψει, ἀλλὰ κάψει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6. 1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάψις]], ἡ (Α)<br />[[καταβρόχθιση]], [[χάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κάψ</i>- (<i>κάψ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[κάπτω]] «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[βάψις]], [[ράψις]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:06, 24 November 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (κάπτω) gulping, κάψει πίνειν, of the bear, opp. σπάσει and λάψει, Arist.HA595a10.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, das Verschlucken, hastiges Hineinschlucken; κάψει πίνειν, schluckweis trinken, Arist. H. A. 8, 6.
Russian (Dvoretsky)
κάψις: εως ἡ быстрое проглатывание: κάψει πίνειν Arst. выпивать залпом.
Greek (Liddell-Scott)
κάψις: -εως, ἡ, κατάποσις, καταβρόχθισις, «χάψιμον», κάψει πίνειν, ἐπὶ τῆς ἄρκτου, ἀντίθετ. τῷ σπάσει καὶ λάψει, ἡ δὲ ἄρκτος οὔτε σπάσει πίνει οὔτε λάψει, ἀλλὰ κάψει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6. 1.
Greek Monolingual
(I)
κάψις, ἡ (Α)
καταβρόχθιση, χάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ- (κάψ-ω, μέλλ. του κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. -ις (πρβλ. βάψις, ράψις)].