σαρκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sarkoeidis
|Transliteration C=sarkoeidis
|Beta Code=sarkoeidh/s
|Beta Code=sarkoeidh/s
|Definition=ές, [[flesh-like]], [[fleshy]], φύσις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>76a</span>; σ. ὢν τὴν φύσιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>495b22</span>: Comp., -ειδέστερα νεῦρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>4</span>, cf. <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.6</span>: cf. [[σαρκώδης]].
|Definition=σαρκοειδές, [[flesh-like]], [[fleshy]], φύσις Pl.''Ti.''76a; σ. ὢν τὴν φύσιν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''495b22: Comp., -ειδέστερα νεῦρα Hp.''Loc.Hom.''4, cf. Aret.''SA''2.6: cf. [[σαρκώδης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σαρκοειδής -ές &#91;[[σάρξ]], [[εἶδος]]] [[vlezig]], [[lijkend op vlees]].
|elnltext=σαρκοειδής -ές &#91;[[σάρξ]], [[εἶδος]]] [[vlezig]], [[lijkend op vlees]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 22:10, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοειδής Medium diacritics: σαρκοειδής Low diacritics: σαρκοειδής Capitals: ΣΑΡΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sarkoeidḗs Transliteration B: sarkoeidēs Transliteration C: sarkoeidis Beta Code: sarkoeidh/s

English (LSJ)

σαρκοειδές, flesh-like, fleshy, φύσις Pl.Ti.76a; σ. ὢν τὴν φύσιν Arist.HA495b22: Comp., -ειδέστερα νεῦρα Hp.Loc.Hom.4, cf. Aret.SA2.6: cf. σαρκώδης.

German (Pape)

[Seite 863] ές, fleischartig, fleischig, Arist. H. A. 1, 16 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκοειδής -ές [σάρξ, εἶδος] vlezig, lijkend op vlees.

Russian (Dvoretsky)

σαρκοειδής:
1 плотский, телесный (φυσις Plat., Arst.);
2 мясистый (κυήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σάρκα, σαρκώδης, κρεατώδης, φύσις Πλάτ. Τίμ. 75Ε· σ. ὢν τὴν φύσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· Συγκρ. -ειδεστέρη Ἱππ.· πρβλ. σαρκώδης.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με σάρκα, σαρκώδης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σαρκοειδές
ιατρ. η δερματική παθολογοανατομική βλάβη της σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, συνήθως, υπό μορφή οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ειδής].