χρυσαλλίς: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysallis | |Transliteration C=chrysallis | ||
|Beta Code=xrusalli/s | |Beta Code=xrusalli/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[chrysalis]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''551a19, ''GA''758b31, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.4.4, etc.<br><span class="bld">II</span> old name for a [[cockchafer]], Eust.1329.29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσαλλίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἐντὸς κελύφους κλεισθεῖσα [[κάμπη]] καὶ [[ἐκεῖ]] μεταβαλοῦσα μορφὴν καὶ [[σχῆμα]], | |lstext='''χρῡσαλλίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἐντὸς κελύφους κλεισθεῖσα [[κάμπη]] καὶ [[ἐκεῖ]] μεταβαλοῦσα μορφὴν καὶ [[σχῆμα]], «μετὰ δὲ [[ταῦτα]] αὐξηθεῖσαι (αἱ κάμπαι) ἀκινητίζουσι, καὶ μεταβάλλουσι τὴν μορφήν, καὶ καλοῦνται χρυσαλίδες, καὶ σκληρὸν ἔχουσι τὸ [[κέλυφος]], ἁπτομένου δὲ κινοῦνται, προσέρχονται δὲ πόροις ἀραχνιώδεσιν [[οὔτε]] [[στόμα]] ἔχουσαι οὔτ’ [[ἄλλο]] τὸ μορίων διάθηλον οὐθέν· χρόνου δ’ οὐ πολλοῦ διελθόντες, περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα, ἃς καλοῦμεν ψυχάς», πεταλούδας, chrysalis aurelia, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 19, 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 4, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσαλλίς:''' ίδος ἡ зоол. куколка Arst. | |elrutext='''χρῡσαλλίς:''' ίδος ἡ зоол. куколка Arst. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:12, 24 November 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A chrysalis, Arist.HA551a19, GA758b31, Thphr. HP 2.4.4, etc.
II old name for a cockchafer, Eust.1329.29.
German (Pape)
[Seite 1378] ίδος, ἡ, die goldfarbige Puppe der Schmetterlinge, aurelia, Arist. H. A. 5, 19 Gen. an. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσαλλίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐντὸς κελύφους κλεισθεῖσα κάμπη καὶ ἐκεῖ μεταβαλοῦσα μορφὴν καὶ σχῆμα, «μετὰ δὲ ταῦτα αὐξηθεῖσαι (αἱ κάμπαι) ἀκινητίζουσι, καὶ μεταβάλλουσι τὴν μορφήν, καὶ καλοῦνται χρυσαλίδες, καὶ σκληρὸν ἔχουσι τὸ κέλυφος, ἁπτομένου δὲ κινοῦνται, προσέρχονται δὲ πόροις ἀραχνιώδεσιν οὔτε στόμα ἔχουσαι οὔτ’ ἄλλο τὸ μορίων διάθηλον οὐθέν· χρόνου δ’ οὐ πολλοῦ διελθόντες, περιρρήγνυται τὸ κέλυφος καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα, ἃς καλοῦμεν ψυχάς», πεταλούδας, chrysalis aurelia, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 19, 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 4, κλπ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσαλλίς: ίδος ἡ зоол. куколка Arst.