ἀπόταυρος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_17)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apotavros
|Transliteration C=apotavros
|Beta Code=a)po/tauros
|Beta Code=a)po/tauros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">apart from the bull</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>595b19</span>.</span>
|Definition=ἀπόταυρον, [[apart from the bull]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''595b19.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no montada]] de una vaca, Arist.<i>HA</i> 595<sup>b</sup>19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόταυρος''': -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, [[ἀνόχευτος]], διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] [[βοῦς]] [[ἐννέα]] ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3.
|lstext='''ἀπόταυρος''': -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, [[ἀνόχευτος]], διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] [[βοῦς]] [[ἐννέα]] ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόταυρος]], -ον (Α)<br />αυτή που βρίσκεται [[μακριά]] από τον ταύρο, η αβάτευτη [[αγελάδα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόταυρος Medium diacritics: ἀπόταυρος Low diacritics: απόταυρος Capitals: ΑΠΟΤΑΥΡΟΣ
Transliteration A: apótauros Transliteration B: apotauros Transliteration C: apotavros Beta Code: a)po/tauros

English (LSJ)

ἀπόταυρον, apart from the bull, Arist.HA595b19.

Spanish (DGE)

-ον no montada de una vaca, Arist.HA 595b19.

German (Pape)

[Seite 329] βοῦς, (vom Stier entfernt), nicht besprungen, Arist. H. A. 8, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόταυρος: -ον, μακρὰν ἀπὸ τοῦ ταύρου, ἀνόχευτος, διὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρικὰς [πυρρὶχας] βοῦς ἐννέα ἔτη διατηροῦσιν ἀνοχεύτους καὶ καλοῦσιν ἀποταύρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 3.

Greek Monolingual

ἀπόταυρος, -ον (Α)
αυτή που βρίσκεται μακριά από τον ταύρο, η αβάτευτη αγελάδα.