ἀλληλοφάγοι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(4000)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=allilofagoi
|Transliteration C=allilofagoi
|Beta Code=a)llhlofa/goi
|Beta Code=a)llhlofa/goi
|Definition=α <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">eating each other</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593b27</span>, Orac. ap. <span class="bibl">Paus.8.42.6</span> ; ἡ ἀ. ἀνομία <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.32</span> ; ἀ. δίκαι <span class="bibl">Telecl.2</span>.</span>
|Definition=α [[eating each other]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''593b27, Orac. ap. Paus.8.42.6; ἡ ἀ. ἀνομία S.E.''M.''2.32; ἀ. δίκαι Telecl.2.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλληλοφάγοι''': α, οἱ ἀλλήλους ἐσθίοντες, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 17. Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· ἡ ἀλλ. [[ἀνομία]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 32 ἀλλ. δίκαι, Τηλεκλείδ, ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 4· πρβλ. ἀλληλομάχος.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλληλοφάγοι]], -α (Α)<br />αυτοί που τρώνε ο [[ένας]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του τόπου [[ἀλληλοφάγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἔφαγον]], αόρ. του ρ. [[ἔσθίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλληλοφαγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀλληλοφαγῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλληλοφάγοι:''' (φᾰγεῖν), αυτοί που τρώνε ο [[ένας]] τον [[άλλο]], σε Αριστ.
}}
}}

Latest revision as of 22:18, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλοφάγοι Medium diacritics: ἀλληλοφάγοι Low diacritics: αλληλοφάγοι Capitals: ΑΛΛΗΛΟΦΑΓΟΙ
Transliteration A: allēlophágoi Transliteration B: allēlophagoi Transliteration C: allilofagoi Beta Code: a)llhlofa/goi

English (LSJ)

α eating each other, Arist.HA593b27, Orac. ap. Paus.8.42.6; ἡ ἀ. ἀνομία S.E.M.2.32; ἀ. δίκαι Telecl.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοφάγοι: α, οἱ ἀλλήλους ἐσθίοντες, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 17. Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 6· ἡ ἀλλ. ἀνομία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 32 ἀλλ. δίκαι, Τηλεκλείδ, ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 4· πρβλ. ἀλληλομάχος.

Greek Monolingual

ἀλληλοφάγοι, -α (Α)
αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τόπου ἀλληλοφάγος < ἀλληλο- + -φάγος < ἔφαγον, αόρ. του ρ. ἔσθίω.
ΠΑΡ. ἀλληλοφαγία
αρχ.
ἀλληλοφαγῶ].

Greek Monotonic

ἀλληλοφάγοι: (φᾰγεῖν), αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλο, σε Αριστ.