ἀσύναπτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(c2)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asynaptos
|Transliteration C=asynaptos
|Beta Code=a)su/naptos
|Beta Code=a)su/naptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not joined</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>516a30</span>; <b class="b2">not connected</b>, συλλογισμοὶ ἀ. πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Id.<span class="title">APr.</span>42a21</span>.</span>
|Definition=ἀσύναπτον, [[not joined]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''516a30; [[not connected]], συλλογισμοὶ ἀ. πρὸς ἀλλήλους Id.''APr.''42a21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no unido]] αὗται (πλευραί) Arist.<i>HA</i> 516<sup>a</sup>30<br /><b class="num"></b>[[que no tiene conexión]] ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς [[ἀλλήλους]] Arist.<i>APr</i>.42<sup>a</sup>21, (τὸ αἰτιατόν) Procl.<i>Inst</i>.35, cf. 110.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unverknüpft, unvereinbar, Arist. H. A. 3, 7; πρὸς ἀλλήλους anal. pr. 1, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unverknüpft, unvereinbar, Arist. H. A. 3, 7; πρὸς ἀλλήλους anal. pr. 1, 25.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύναπτος:''' [[взаимно несвязанный]], [[несвязный]] (πρὸς ἀλλήλους Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀσύναπτος''': -ον, ὁ μὴ συνάπτων, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς συναφήν, αὗται μὲν συνάπτουσιν, αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 7, 6· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 25, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύναπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, [[ασύνδετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί.
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύναπτος Medium diacritics: ἀσύναπτος Low diacritics: ασύναπτος Capitals: ΑΣΥΝΑΠΤΟΣ
Transliteration A: asýnaptos Transliteration B: asynaptos Transliteration C: asynaptos Beta Code: a)su/naptos

English (LSJ)

ἀσύναπτον, not joined, Arist.HA516a30; not connected, συλλογισμοὶ ἀ. πρὸς ἀλλήλους Id.APr.42a21.

Spanish (DGE)

-ον
no unido αὗται (πλευραί) Arist.HA 516a30
que no tiene conexión ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς ἀλλήλους Arist.APr.42a21, (τὸ αἰτιατόν) Procl.Inst.35, cf. 110.

German (Pape)

[Seite 380] unverknüpft, unvereinbar, Arist. H. A. 3, 7; πρὸς ἀλλήλους anal. pr. 1, 25.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύναπτος: взаимно несвязанный, несвязный (πρὸς ἀλλήλους Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύναπτος: -ον, ὁ μὴ συνάπτων, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς συναφήν, αὗται μὲν συνάπτουσιν, αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 7, 6· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 25, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσύναπτος, -ον)
αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, ασύνδετος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί.