διυλίζω: Difference between revisions
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διῡλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]], <i>τι</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''διῡλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]], <i>τι</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:07, 28 November 2023
English (LSJ)
A strain, filter thoroughly, οἶνον Mim. Oxy.413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—Pass., διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.Ti.69a.
II strain off, κώνωπα Ev.Matt.23.24.
Spanish (DGE)
1 filtrar completamente, decantar, colar líquidos οἶνον Mim.Fr.Pap.Adult.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα Eu.Matt.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6.
2 purificar, refinar en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.Strom.2.20.116
•fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων γένη διυλισμένα tipos de causas que se han decantado Pl.Ti.69a
•part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas Ps.Archyt.Pyth.Hell.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo Clem.Al.Paed.1.6.32.
French (Bailly abrégé)
passer à la chausse, clarifier, purifier.
Étymologie: διά, ὑλίζω.
German (Pape)
[ῡ], durchseihen, abklären; οἶνον Plut. Symp. 6.7.1, und andere Spätere; auch überh., ἀρετὰ διυλισμένα Theag. bei Stob. Flor. 1.73 neben εἰλικρινής.
Russian (Dvoretsky)
διῡλίζω:
1 процеживать, очищать (sc. οἶνον Plut.);
2 отцеживать (τὸν κώνωπα NT).
Greek (Liddell-Scott)
διῡλίζω: στραγγίζω, καθαρίζω, «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος οἶνος Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. καθαρίζω, τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
Greek Monolingual
(AM διυλίζω)
1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω
2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία
αρχ.
καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες ουσίες.
Greek Monotonic
διῡλίζω: μέλ. -σω, στραγγίζω, φιλτράρω, τι, σε Καινή Διαθήκη