διυλίζω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(9) |
mNo edit summary |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diylizo | |Transliteration C=diylizo | ||
|Beta Code=diuli/zw | |Beta Code=diuli/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[strain]], [[filter thoroughly]], [[οἶνον]] Mim. ''Oxy.''413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—Pass., διυλισμένος οἶνος [[LXX]] ''Am.''6.6: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.''Ti.''69a.<br><span class="bld">II</span> [[strain off]], κώνωπα ''Ev.Matt.''23.24. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[filtrar completamente]], [[decantar]], [[colar]] líquidos οἶνον <i>Mim.Fr.Pap.Adult</i>.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα <i>Eu.Matt</i>.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος [[LXX]] <i>Am</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> [[purificar]], [[refinar]] en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.116<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων [[γένη]] διυλισμένα tipos de causas que se han decantado</i> Pl.<i>Ti</i>.69a<br /><b class="num">•</b>part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas</i> Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo</i> Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.32. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=passer à la chausse, clarifier, purifier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑλίζω]]. | |btext=[[passer à la chausse]], [[clarifier]], [[purifier]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑλίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=[ῡ], <i>[[durchseihen]], [[abklären]]</i>; [[οἶνον]] Plut. <i>Symp</i>. 6.7.1, und andere Spätere; auch überh., ἀρετὰ διυλισμένα Theag. bei Stob. <i>Flor</i>. 1.73 [[neben]] [[εἰλικρινής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διῡλίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[процеживать]], [[очищать]] (''[[sc.]]'' [[οἶνον]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[отцеживать]] (τὸν κώνωπα NT). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διῡλίζω''': [[στραγγίζω]], [[καθαρίζω]], «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος [[οἶνος]] Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. [[καθαρίζω]], τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διυλίζω]])<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] ένα [[υγρό]] από τις [[τυχόν]] ξένες ουσίες, [[σουρώνω]], [[στραγγίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρίζω]] [[οτιδήποτε]] από τις ξένες ουσίες. | |mltxt=(AM [[διυλίζω]])<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] ένα [[υγρό]] από τις [[τυχόν]] ξένες ουσίες, [[σουρώνω]], [[στραγγίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρίζω]] [[οτιδήποτε]] από τις ξένες ουσίες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διῡλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]], <i>τι</i>, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:07, 28 November 2023
English (LSJ)
A strain, filter thoroughly, οἶνον Mim. Oxy.413.154, Dsc.5.72, Artem.4.48:—Pass., διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6: metaph., διυλισμένα ἀρετὰ ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος Archyt. ap. Stob.3.1.108, cf. Pl.Ti.69a.
II strain off, κώνωπα Ev.Matt.23.24.
Spanish (DGE)
1 filtrar completamente, decantar, colar líquidos οἶνον Mim.Fr.Pap.Adult.38, Dsc.5.72, Artem.4.48, cf. Plu.2.692d, τὸ ὑγρόν Asclep. en Gal.12.867, (τὸν χυλόν) Androm. en Gal.12.931, κώνωπα Eu.Matt.23.24, cf. Asclep. en Gal.12.730, Socratio en Gal.12.836, Hsch., en v. pas. διυλισμένος οἶνος LXX Am.6.6.
2 purificar, refinar en v. pas. (χρυσοῦ βῶλος) ἀφεψόμενος διυλίζεται Clem.Al.Strom.2.20.116
•fig. de abstr. τὰ τῶν αἰτίων γένη διυλισμένα tipos de causas que se han decantado Pl.Ti.69a
•part. pas. fig. διυλισμένα ἀρετά virtud libre de impurezas Ps.Archyt.Pyth.Hell.9.9, διυλιζόμενοι βαπτίσματι purificados por el bautismo Clem.Al.Paed.1.6.32.
French (Bailly abrégé)
passer à la chausse, clarifier, purifier.
Étymologie: διά, ὑλίζω.
German (Pape)
[ῡ], durchseihen, abklären; οἶνον Plut. Symp. 6.7.1, und andere Spätere; auch überh., ἀρετὰ διυλισμένα Theag. bei Stob. Flor. 1.73 neben εἰλικρινής.
Russian (Dvoretsky)
διῡλίζω:
1 процеживать, очищать (sc. οἶνον Plut.);
2 отцеживать (τὸν κώνωπα NT).
Greek (Liddell-Scott)
διῡλίζω: στραγγίζω, καθαρίζω, «λαγαρίζω», Διοσκ. 5. 82. -Παθ., διυλισμένος οἶνος Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 6)· μεταφορ., διυλισμένα ἀρετὰ Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 40, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 117. ΙΙ. καθαρίζω, τι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.
Greek Monolingual
(AM διυλίζω)
1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω
2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία
αρχ.
καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες ουσίες.
Greek Monotonic
διῡλίζω: μέλ. -σω, στραγγίζω, φιλτράρω, τι, σε Καινή Διαθήκη