duda: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφίγνοια]], [[ἀμφιλογία]], [[τὸ ἀμφίλογον]], [[ἀμφίλογον]], [[ἀμφισβήτησις]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστίη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[διαγνοία]], [[διάκρισις]], [[διαλογισμός]], [[διαμφισβήτησις]], [[διαπόρησις]], [[διαφόρησις]], [[δίσταγμα]], [[δισταγμός]], [[διστασία]], [[δίστασις]], [[διστασμός]], [[διψυχία]], [[δοιή]], [[εἰκασία]], [[εἰκασίη]], [[ἐνδοίασις]], [[ἐνδοιασμός]], [[ἐνδυασμός]], [[ἐπαπόρημα]], [[τὸ ἄπιστον]], [[τὸ διστακτικόν]], [[φόβος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:56, 22 December 2023
Spanish > Greek
ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφίγνοια, ἀμφιλογία, τὸ ἀμφίλογον, ἀμφίλογον, ἀμφισβήτησις, ἀπιστία, ἀπιστίη, ἀπορία, ἀπορίη, διαγνοία, διάκρισις, διαλογισμός, διαμφισβήτησις, διαπόρησις, διαφόρησις, δίσταγμα, δισταγμός, διστασία, δίστασις, διστασμός, διψυχία, δοιή, εἰκασία, εἰκασίη, ἐνδοίασις, ἐνδοιασμός, ἐνδυασμός, ἐπαπόρημα, τὸ ἄπιστον, τὸ διστακτικόν, φόβος