συγκύρησις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkyrisis
|Transliteration C=sygkyrisis
|Beta Code=sugku/rhsis
|Beta Code=sugku/rhsis
|Definition=-εως, ἡ, [[concurrence]], [[coincidence]], κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.''Ep.''2p.43U.; [[conjuncture]], Plb.9.12.6.
|Definition=συγκυρήσεως, ἡ, [[concurrence]], [[coincidence]], κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.''Ep.''2p.43U.; [[conjuncture]], Plb.9.12.6.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 23:00, 26 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρησις Medium diacritics: συγκύρησις Low diacritics: συγκύρησις Capitals: ΣΥΓΚΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: synkýrēsis Transliteration B: synkyrēsis Transliteration C: sygkyrisis Beta Code: sugku/rhsis

English (LSJ)

συγκυρήσεως, ἡ, concurrence, coincidence, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.Ep.2p.43U.; conjuncture, Plb.9.12.6.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, = συγκύρημα; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.

Russian (Dvoretsky)

συγκύρησις: εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

συγκύρησις: ἡ, σύμπτωσις, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6.

Greek Monolingual

και πιθ. σύγκυρσις, -ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)]
1. συγκυρία
2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον», Πολ.).