μισθοδοσία: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misthodosia | |Transliteration C=misthodosia | ||
|Beta Code=misqodosi/a | |Beta Code=misqodosi/a | ||
|Definition=ἡ, [[payment of wages]], Th.8.83, X.''An.''2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων D.S.16.73. | |Definition=(from [[μισθοδοτέω]]) ἡ, [[payment of wages]], Th.8.83, X.''An.''2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων D.S.16.73. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθοδοσία:''' ἡ, [[καταβολή]] μισθού, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''μισθοδοσία:''' ἡ, [[καταβολή]] μισθού, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 11 January 2024
English (LSJ)
(from μισθοδοτέω) ἡ, payment of wages, Th.8.83, X.An.2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων D.S.16.73.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, das Lohngeben, Besolden; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
paiement d'une solde ; solde.
Étymologie: μισθοδότης.
Russian (Dvoretsky)
μισθοδοσία: ἡ выплата жалованья, оплата (τῶν ξένων Diod.): ἄρρωστος ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοδοσία: ἡ, ἡ πληρωμὴ τοῦ μισθοῦ, Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 22, κ. ἀλλ.· τῶν ξένων Διόδ. 16. 73.
Greek Monolingual
η (Α μισθοδοσία) μισθοδότης
καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.)
νεοελλ.
το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές.
Greek Monotonic
μισθοδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, σε Θουκ., Ξεν.