χαριδῶτις: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(46)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1336.png Seite 1336]] ιδος, ἡ, fem. von [[χαριδώτης]], Freudengeberinn, Orph. H. 8, 9. 54, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1336.png Seite 1336]] ιδος, ἡ, fem. von [[χαριδώτης]], [[Freudengeberinn]], Orph. H. 8, 9. 54, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[χαριδώτης]] και [[χαροδώτης]] και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. [[χαριδῶτις]] και [[χαροδῶτις]], -ώτιδος, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει [[χαρά]], [[χαριδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[πλουτοδώτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰρῐδῶτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 8. 9., 54. 9.
|lstext='''χᾰρῐδῶτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[χαριδώτης]], Ὀρφ. Ὕμν. 8. 9., 54. 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ώτιδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χαριδώτης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 1 February 2024

German (Pape)

[Seite 1336] ιδος, ἡ, fem. von χαριδώτης, Freudengeberinn, Orph. H. 8, 9. 54, 9.

Greek Monolingual

χαριδώτης και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδώτης.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρῐδῶτις: -ιδος, θηλ. τοῦ χαριδώτης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 9., 54. 9.