επιπείθομαι: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπείθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> πείθομαι στα [[λόγια]] κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ [[ἴμεν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συγκατατίθεμαι, [[συγκατανεύω]] («ἡμῖν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς [[ἀγήνωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]], [[εμπιστεύομαι]] («μαρτυρίοισι γὰρ τοῑσδ’ [[ἐπιπείθομαι]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπακούω]] («ὅς κε θεοῑς ἐπιπείθηται, [[μάλα]] τ’ ἔκλυον αὐτοῦ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιπείθομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> πείθομαι στα [[λόγια]] κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ [[ἴμεν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συγκατατίθεμαι, [[συγκατανεύω]] («ἡμῖν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς [[ἀγήνωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]], [[εμπιστεύομαι]] («μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ’ [[ἐπιπείθομαι]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπακούω]] («ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται, [[μάλα]] τ’ ἔκλυον αὐτοῦ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπιπείθομαι (Α)
1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.)
2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῖν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.)
3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι («μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ’ ἐπιπείθομαι», Αισχύλ.)
4. υπακούω («ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται, μάλα τ’ ἔκλυον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.).