γρίφος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM | |mltxt=ο (AM γρῖφος)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[περίπλοκος]] και [[δυσνόητος]], [[αίνιγμα]]<br /><b>2.</b> [[ονοματοπαίγνιο]] [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] ή [[φράση]] παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />ο γρίπος, το [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>γρίπος</i>]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, [[αἴνιγμα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=[[ψάθα]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο (AM γρῖφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].
Mantoulidis Etymological
(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, αἴνιγμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).